Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση Διάφορα περιστατικά από την ζωή του γέροντα.


 

Ο ΠΡΟΒΟΛΕΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Στο εξωτερικό αρχονταρίκι του κελιού του ο Γέροντας Παΐσιος άκουγε πονεμένους και μπερδεμένους ανθρώπους και σπάραζε ή καρδιά του. Ήθελε να τους βοηθήσει ουσιαστικά, αρχίζοντας με τη διδασκαλία κι επισφραγίζοντας την προσπάθεια με θερμή προσευχή το βράδυ. Γνώριζε πολύ καλά ότι ό ίδιος δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν, πίστευε, όμως, ότι ό Θεός όλα μπορεί να τα κάνει, για αυτό και προσευχόταν με πόνο.

Το έργο του ήταν δύσκολο, γιατί συναντούσε την αντίδραση του διαβόλου. Ό Γέροντας είχε διαπιστώσει πολλές φορές ότι ό διάβολος με λύσσα πολεμούσε το πνευματικό του έργο.

Κάποτε είχαν πάει στο καλύβι του δυο άνθρωποι, πού αντιμετώπιζαν σοβαρά προσωπικά προβλήματα. Ό Γέροντας τους άκουσε με προσοχή και άρχισε να τους αναφέρει διάφορα παραδείγματα, προκειμένου να τονώσει την πίστη τους στο Θεό. Έβλεπε ότι οί άνθρωποι αυτοί διψούσαν να τον ακούσουν.

Όταν ή συζήτηση είχε φτάσει στο «ευαίσθητο σημείο», εμφανίστηκε στο σύρμα του φράχτη μια ομάδα επισκεπτών. Ό Γέροντας διέκοψε, για να τους χαιρετήσει και να τούς οδηγήσει σε κάποιο σημείο της αυλής του κελιού. Ξαναπήγε κοντά τους στους δυο αδελφούς για ολοκληρώσει τη σκέψη του. Δεν πέρασαν δυο λεπτά και ακούστηκε μια φωνή απ' την κάτω πόρτα της αυλής:

-Πάτερ, από πού θα μπούμε;

Ήταν μια άλλη παρέα. 'Ο Γέροντας τους απάντησε:

Ελάτε από πάνω. Πάρτε λουκούμια και νερό και καθίστε.

Ό Γέροντας είχε χάσει τον ειρμό των σκέψεων του. Άρχισε πάλι απ' την αρχή. Οι συνεχείς διακοπές τον πίεζαν κι ένιωθε άσχημα. Δεν μπορούσε να φτάσει στο δίδαγμα, πού ήθελε να προσφέρει στους δυο συνομιλητές του. Εφτά φορές τον διέκοψαν διάφοροι επισκέπτες. Τελικά αναγκάστηκε να βάλει δυο φρουρούς απ' τους ίδιους τους επισκέπτες. Πήρε έναν απ' το χέρι και του είπε . Να σταματάει τους επισκέπτες πού θα έρχονταν, λέγοντας τους, ότι πρέπει να έχουν υπομονή και να περιμένουν. Το ίδιο είπε και σε κάποιον άλλο, πού τον τοποθέτησε στην επάνω πόρτα. Έτσι ό Γέροντας μετά από αρκετή ώρα κατάφερε να τελειώσει τη συζήτηση με τους δυο πονεμένους αδελφούς. Όταν τους αποχαιρετούσε, τους εξήγησε τι είχε συμβεί:

-Έβλεπε ό διάβολος, αδελφοί, ότι ό Θεός σας έστειλε εδώ, για να τονωθείτε, πνευματικά και δεν το άντεχε. Το έκανε απ' εδώ, το έκανε απ' εκεί κι έστειλε όλους τους επισκέπτες μαζεμένους, για να με διακόπτουν και να μη μπορέσω να σας βοηθήσω. "Ας είναι όμως. Άντε να πάτε στην ευχή της Παναγίας.
Ό Γέροντας ένιωθε ικανοποίηση, που βοήθησε τους δυο αδελφούς, και άρχισε να μετράει τους επισκέπτες, πού ήδη είχαν μαζευτεί. Ήταν πολλοί. Ξεπερνούσαν τους τριάντα. Τους είπε να μαζευτούν όλοι στο υπαίθριο αρχονταρίκι, για να τους κεράσει. Μετά κάθισε κι αυτός κοντά τους και αφού τους έριξε μια ματιά, κατέβασε το κεφάλι του και περίμενε. Ένας απ' τους επισκέπτες άνοιξε την κουβέντα:

-Γέροντα, δεν μας λέτε κάτι, για το διάβολο, ό όποιος τόσο μας ταλαιπωρεί και μας απομακρύνει απ' το Θεό;
-Για το διάβολο να μιλήσουμε ή για τους αγγέλους; Εγώ, βέβαια, δεν ξέρω για τους αγγέλους. Για το διάβολο, όμως, μπορώ να σας πω δυο Ιστορίες.

Ό Γέροντας περίμενε λίγο να πιουν το νερό και οι άλλοι και άρχισε:
-Όταν ήμουν στο μοναστήρι του Στομίου στην Κόνιτσα, ό διάβολος προσπαθούσε να με παρασύρει χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους. Ένα βράδυ, μετά το απόδειπνο, έλεγα την ευχή στο κελί καθισμένος σ' ένα σκαμνί. Είχα μια καλή κατάσταση. Ξαφνικά ακούω διάφορα όργανα, κλαρίνα και νταούλια. Παραξενεύτηκα. «Τι είναι τούτα πάλι», είπα. «Το πανηγύρι πέρασε. Ποιοι παίζουν τώρα όργανα εκεί στον ξενώνα;». Σηκώθηκα απ' το σκαμνί και κοίταξα απ' το παράθυρο έξω. Ήταν παντού ησυχία. Τότε κατάλαβα ότι ό διάβολος ήθελε να διακόψω την προσευχή.
—Ακούγονταν καθαρά τα όργανα, Γέροντα, ρώτησε ένας απ' την παρέα. Μήπως νομίσατε ότι κάτι ακούγονταν;
-Τι λες, βρε παλικάρι; Άκουγα τα όργανα, όπως ακούγονται και στο πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου. Είχαν όρεξη οί οργανοπαίχτες του διαβόλου. Αντηχούσαν οι ρεματιές.

-Μετά, Γέροντα, ησυχάσατε; Σταμάτησαν οι πειρασμοί;
—Όχι. Ό διάβολος δεν απογοητεύεται εύκολα. Εγώ ξανακάθισα στο σκαμνί, για να συνεχίσω την ευχή. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, άλλα δεν με άφησε. Μετά από λίγη ώρα γέμισε το κελί μου με δυνατό φως. Ξαφνιάστηκα πάλι. Είδα ακόμα την οροφή να εξαφανίζεται και να μπαίνει στο κελί μια φωτεινή στήλη, πού ξεκινούσε απ' το ύψος του ουρανού. Στη κορυφή αυτής της στήλης υπήρχε ένας ξανθός νέος, πού έμοιαζε με το Χριστό. Δεν έβλεπα, όμως, ολόκληρο το πρόσωπο του. Σηκώθηκα απ' το σκαμνί, για να δω καλύτερα. Εκείνη τη στιγμή μια εσωτερική φωνή με διαβεβαίωνε ότι είδα το Χριστό. Εγώ αντέδρασα αμέσως. Έκανα το σταυρό μου και μονολόγησα: «Ποιος είμαι εγώ, που αξιώθηκα να δω το Χριστό; Εγώ είμαι ανάξιος». Αυτό ήταν. Το φως και ό δήθεν Χριστός χάθηκαν. Ή οροφή ήταν στη θέση της.
-Αυτές οι καταστάσεις δεν προκαλούν φόβο, Γέροντα; Νομίζω ότι εγώ προσωπικά δεν θ' άντεχα, είπε ένας άλλος.
-Τι να έκανα; Μπορούσα να τον αποφύγω τον διάβολο; Όμως, πρέπει να ξέρετε ότι χρειάζεται θάρρος και προσευχή. Μη νομίζετε ότι ό διάβολος είναι πολύ δυνατός. Δειλός και φοβητσιάρης είναι.

Δεν πρέπει, όμως, να τον πιστεύουμε. Τι να σας πω! Κάποτε προθυμοποιήθηκε να μ' εξυπηρετήσει. Θυμάμαι, πού όταν έφυγα απ' το Στόμιο και πήγα στο Σινά, στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης, ό διάβολος συχνά μ' ενοχλούσε. Εκεί το κελλάκι είχε τέσσερα σκαλάκια και πιο πέρα υπήρχαν διάφορες σπηλιές. Όταν είχε αστροφεγγιά, μου άρεσε να βγαίνω έξω και να τρυπώνω σε κάποια σπηλιά, για να κάνω την προσευχή μου πιο έντονη; Μια φορά λοιπόν φόρεσα την κάπα μου και βγήκα έξω. Δεν είχε πολύ φως. Είχα ένα τσακμάκι και το αναβόσβηνα, για να βλέπω τα σκαλοπάτια και τα βράχια Κάποια στιγμή το τσακμάκι δεν άναβε. Τότε ένα δυνατό φως, σαν να ήταν από προβολέα, ήρθε απ' τον απέναντι βράχο και φώτισε τα πάντα γύρω. Εγώ αγρίεψα λίγο και ψιθύρισα: «Να μου λείψουν τέτοια φώτα». Και αμέσως ξαναμπήκα στο κελί. Ευθύς το φως χάθηκε. Είδατε το διάβολο, μου αχρήστεψε το τσακμάκι και θέλησε να μ' εξυπηρετήσει.
Σκέφθηκε: «Κρίμα δεν είναι αυτός ό καλός καλόγερος να παιδεύεται; "Ας του δώσω εγώ φως!». Είδατε καλοσύνη! Ήθελε να με φωτίσει!
-Γέροντα, μετά από μια τέτοια παρουσία του διαβόλου, τι νιώθει κανείς. Αισθάνεται δυνατός ή τον μαραζώνει ό φόβος;

Είναι φοβερό να βλέπεις το διάβολο δίπλα σου. Όμως, εμείς έχουμε το Χριστό μέσα μας και μπορούμε ν' αντιμετωπίζουμε το διάβολο χωρίς πανικό. Είναι μεγάλο κατόρθωμα να τον διώχνεις από κοντά σου με την προσευχή.

—Γέροντα, σ' ευχαριστούμε για τις εμπειρίες, πού μας διηγήθηκες, είπαν όλοι με μια φωνή.
—Το Χριστό και την Παναγία να ευχαριστείτε, είπε ό Γέροντας και άρχισε να τους αποχαιρετάει.

ΑΔΕΙΕΣ ΨΥΧΕΣ

«Είμαι ένας τενεκές. Αισθάνομαι σαν ένα κονσερβοκούτι άχρηστο, πού είναι πεταμένο στο σκουπιδότοπο», έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος στους επισκέπτες, πού ήθελαν να τον επαινέσουν.
Και διευκρίνιζε: «Το κονσερβοκούτι, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, λάμπει και νομίζουν μερικοί ότι είναι σπουδαίο κι έχει αξία».

Ό Γέροντας ήταν έξυπνος και διακρινόταν για την ευστροφία του νου του. Έδινε πάντα την κατάλληλη απάντηση στις ερωτήσεις, πού του έκαναν. Στους άσχετους μιλούσε με παραβολικό τρόπο, για να τούς προβληματίζει.

Κάποτε έφτασε στο καλύβι του Γέροντα ένας κοσμικός, πού δεν γνώριζε από μοναχισμό. Έτυχε να μη υπάρχουν άλλοι επισκέπτες. Κάθισε στο πεζουλάκι και παρατηρούσε τα πάντα με περιέργεια. Ό Γέροντας είχε μπει μέσα στο κελί, για να του ετοιμάσει το κέρασμα. Σε λίγο του έφερε το λουκούμι και το νερό και του είπε:

-Από πού μας έρχεσαι, αδελφέ; —Από τη Θεσσαλία, παπά —Πώς τα βλέπεις εδώ στο Άγιον Όρος τα πράγματα;
-Έχει ωραία φύση και ωραίες ακρογιαλιές. Τα ζηλεύω αυτά. Εσύ, όμως, τι κάνεις εδώ μέρα — νύχτα; Δεν βλέπω ν' απασχολείσαι με κάτι.

Ό Γέροντας χαμογέλασε και θέλησε να του διορθώσει το λογισμό.
Βλέπεις τούτες τις πλαγιές, που είναι γεμάτες λουλούδια και μοσχοβολάει ό τόπος; Εγώ τις περιποιούμαι. "Όλη τη μέρα κουβαλάω νερό και ποτίζω τα λουλούδια Τι τραβάω ο καημένος! 'Αλλά και όλο το βράδυ δουλεύω. Ανάβω τα καντήλια των αστεριών, πού είναι τόσα πολλά τρέχω εδώ κι εκεί να προλάβω. στο ένα ρίχνω λάδι, στο άλλο αλλάζω φιτίλι, στο άλλο δυναμώνω τη φλόγα Και τα προλαβαίνω όλα κουράζομαι, βέβαια, πολύ.

Ό επισκέπτης άκουγε το Γέροντα με προσοχή, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει τον παραβολικό του λόγο. Τα είχε χαμένα. Ήπιε και το υπόλοιπο νερό, πού είχε το κύπελλο, σηκώθηκε αμήχανα, έδωσε στο Γέροντα το χέρι του κάπως μουδιασμένα και ξεκίνησε να φύγει.

-Στη ευχή της Παναγίας! του είπε ο Γέροντας. Την άλλη φορά ίσως να μη έχω πολλή δουλειά και να μπορέσουμε να μιλήσουμε. Ευχαριστώ πολύ είπε ο επισκέπτης και πήρε το κατηφορικό μονοπάτι για το μοναστήρι των Ιβήρων.
στο μυαλό του τριβέλιζαν τα δυσεξήγητα λόγια του Ασκητή. Ήθελε κάποιες διευκρινίσεις, άλλα δεν τόλμησε να τις ζητήσει. «Ας είναι», σκέφθηκε. «Ίσως την άλλη φορά μπορέσω να εξηγήσω-μερικά πράγματα» και συνέχισε την οδοιπορία του.
Ό Γέροντας μπήκε στο κελί του και άρχισε να τακτοποιεί μερικά πράγματα Ετοίμασε κάτι για φαγητό και κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Αισθανόταν εκείνη τη μέρα εξάντληση. 'Αργά το απόγευμα ήρθε στο καλύβι του ένας σωματώδης άνθρωπος, πού είχε αγρία όψη. Καθόταν έξω απ' το σύρμα και παρακολουθούσε. Σε λίγο φάνηκε μια παρέα, ή οποία μπήκε μέσα και κάθισε στα άσκιστα κούτσουρα. Εκείνος ακολούθησε και κάθισε παρατηρώντας Φαινόταν ότι είχε εσωτερικό βρασμό. Ήταν ανεκδήλωτος. Περίμενε φαίνεται την κατάλληλη στιγμή. Ό Γέροντας κέρασε κι αυτόν, χωρίς να του μιλήσει ιδιαίτερα Μετά, απευθυνόμενος στα παιδιά της παρέας, είπε:
-Βρε, μόνο για παρελάσεις είστε. Δεν έχετε την παλικαριά για μάχες. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε το Χριστό, πού θυσιάστηκε. Έχουμε την Ορθοδοξία και τους Μάρτυρες. Πολύ αίμα χύθηκε για την πίστη.

-Γέροντα, μας βλέπετε ακατάλληλους για μάχες; είπε ένας απ' την παρέα.
—Δεν λέω αυτό. Αλλά χρειάζεται τόνωση και αποφασιστικότητα. Αν δεν είχαν πέσει οι Μάρτυρες, ποιος ξέρει τι θα ήμασταν εμείς σήμερα;

Άλλη παρέα νέων φάνηκε στο σύρμα Οι νέοι σηκώθηκαν και κάθισαν εκείνοι. Κόσμος έφευγε και κόσμος ερχόταν. Ό μοναχικός επισκέπτης παρέμενε στη θέση του βλοσυρός. Ό Γέροντας του έριχνε μερικές ματιές, αλλά δεν του έλεγε τίποτα. Η παρουσία του, όμως, τον κούραζε. Κάτι συνέβαινε μ' αυτόν. Ό ήλιος είχε κρυφτεί και είχαν φύγει και οι τελευταίοι επισκέπτες. Ό Γέροντας ανήσυχος τον πλησίασε και του είπε:

-Νύχτωσε τώρα Πού θα πάς;
-Δεν με απασχολεί το θέμα, απάντησε με θράσος εκείνος—Απασχολεί, όμως, εμένα. Άντε κάπου να πάς, να κλείσω κι εγώ.
Εκείνη τη στιγμή ό φοβερός επισκέπτης, φύσηξε δυνατά, πετάχτηκε πάνω και άρπαξε το Γέροντα άπ' το λαιμό, λέγοντας του:
-Έ, βρε συ με τους θεούς σου.
Κι έσφιξε με τα χέρια του το λαιμό του Γέροντα, ο οποίος αντέδρασε αμέσως και τινάχτηκε μόνος του μερικά βήματα πιο κει και με δυνατή φωνή του είπε:

-Για ποιους θεούς μιλάς, βρε αθεόφοβε; Εγώ λατρεύω τον ένα Τριαδικό Θεό. Άντε, φύγε από εδώ!
Ο Γέροντας ξαναμμένος τον πλησίασε απότομα και τον έσπρωξε. Ο μικρός Δαβίδ χτύπησε το Γολιάθ. Εκείνος τα `χάσε. Τραντάχτηκε, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε κάτω. Μαζεύτηκε κουβάρι κι έπαιρνε πυκνές και βαθιές ανάσες. Όταν συνήλθε κάπως, σηκώθηκε κι εξαφανίστηκε απ' την αυλή. Έφυγε καταντροπιασμένος.

Ο Γέροντας γνώριζε πολύ καλά ότι ανάμεσα στους ανθρώπους, πού τον επισκέπτονταν υπήρχαν και κακοί, οι οποίοι σχεδίαζαν την εξόντωση του. Κάποτε ήρθε στο Γέροντα ή πληροφορία ότι στις Καρυές είχαν φτάσει τρεις άθεοι, πού θα κατέβαιναν στην Παναγούδα, για να του επιτεθούν. Το βράδυ εκείνης της μέρας, πού διαδόθηκε ή κακή πληροφορία, ο Γέροντας ήταν εκνευρισμένος. Δεν πίστευε ότι υπάρχουν άνθρωποι, πού θέλουν να τον κακοποιήσουν. Ωστόσο περίμενε να δει τι θα γίνει. Όταν το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα κι επικρατούσε ησυχία στη γύρω περιοχή, ο Γέροντας δοξολογούσε το Θεό. Περί τις 10 άκουσε ένα κουδουνάκι, απ' αυτά, πού έχουν τα σκυλιά Κατάλαβε ότι κάποιοι είχαν πλησιάσει. Τράβηξε το μπερντέ απ' το παράθυρο και είδε τρία γεροδεμένα παλικάρια να στέκονται στο σύρμα. Πήρε το φακό, έκανε το σταυρό του και άνοιξε την πόρτα. Έριξε το φως πάνω τους για να τους δει καλύτερα.

-Άνοιξε, ρε Παππού, του φώναξαν εκείνοι.
-Τι θέλετε τέτοια ώρα; Δεν έχετε λίγο μυαλό; θα σας θεωρήσουν υπόπτους. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες, τους είπε ό Γέροντας.
-Θα έρθουμε αύριο να σε δούμε, είπαν οι τρεις νυχτερινοί επισκέπτες κι έφυγαν.

Ο Γέροντας τούς παρακολουθούσε. Το φως του φακού τους σταμάτησε, γεγονός πού του προκάλεσε πρόσθετη ανησυχία Πίστευε ότι δεν θα έφευγαν, αλλά σε λίγο θα γύριζαν απειλητικοί. Μπήκε μέσα στο κελί, έβαλε το μοναχικό του σχήμα, φόρεσε το ράσο του και περίμενε. Ήταν έτοιμος να υποφέρει για χάρη του Χριστού. Στην καρδιά του είχε γλυκιά γαλήνη.

Οι τρεις νεαροί είχαν απομακρυνθεί περί τα πενήντα μέτρα απ' το καλύβι και κάθονταν σκεφτικοί και αμίλητοι. Έβλεπαν ότι το σχέδιο τους δεν ήταν σωστό, αφού ο Γέροντας ποτέ δεν είχε βλάψει κάποιον. Αργά τα μεσάνυχτα, έφτασαν σ' ένα πανδοχείο των Καρυών και κοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα έφυγαν απ' το Όρος νιώθοντας την ψυχή τους αδεία.


Πηγή:
Πρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου