Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΑΚΙ ΤΟΥ π. ΠΑΪΣΙΟΥ


Πέμπτη 13 Αὐγούστου, προπαραμονὴ τῆς Παναγίας. Πάντα μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο. Ξύπνησα στὶς 6 τὸ πρωΐ. Βαρειὰ μέρα σήμερα. Συννεφιά, ζέστη, ὑγρασία. Τὸ πρωϊνό μας, πλούσιο: τοάϊ, καφές, ψωμί, μαρμελάδα, μέλι, γλυκὸ κερασάκι. Πολὺ γεμάτο ἀπὸ πηγαία φιλόξενα αἰσθήματα. Ὅ,τι εἶχαν οἱ ἄνθρωποι, τά ᾽βγαλαν. Ὅ,τι εἶχαν στὰ ντουλάπια τους, ὅ,τι εἶχαν στὶς καρδιές τους. Μαζὶ μὲ τὴν εὐλογία παίρνουμε τὴν εὐγνώμονα ἀνάμνηση τῆς ἀβραμιαίας φιλοξενίας τοῦ π. Χρυσοστόμου καὶ ἀναχωροῦμε στὶς 9:30 π.μ. Συγκνήθηκα ἀλλὰ δὲν ἀναπαύθηκα. Κάτι ἄλλο περίμενα.
Ὁ καιρὸς ἐλαφρῶς ξεμπούκωσε. Ἀμυδρὸς ἥλιος καὶ ἀτμοσφαιρικὴ θολούρα. Στόχος μας ὁ π. Παΐσιος. Τὰ μάτια ἀχόρταγα ρουφοῦν. Τὸ μυαλὸ ἀκατάπαυστα δουλεύει. Σήμερα θὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα φανταζόμασταν. Θεέ μου! τί γλυκειὰ αἴσθηση δὲν μοῦ δημιουργοῦσε αὐτὸς ὁ πόθος τοῦ αὐθεντικοῦ ἀσκητισμοῦ μέσα μου! Πέρασαν τρία τέταρτα πορείας. Ἤδη εἴμαστε ἀρκετὰ κοντά. Θέλω φοβερὰ νὰ δῶ, ἀλλὰ δὲν θέλω καθόλου νὰ μιμηθῶ. Αὐτὸ εἶναι μόνο γιὰ νὰ τὸ θαυμάσω – ὄχι γιὰ νὰ τὸ κάνω. Ἀρνοῦμαι νὰ τὸ δεχθῶ, ἔστω καὶ ὡς ὑποψία ἢ ἀπόμακρο ἐνδεχόμενο μέσα μου. Αὐτὸ ἀποκλείεται. Ἐγὼ θὰ γίνω ἐπιστήμονας! Θέλω νὰ κατακτήσω αὐτὴν τὴν ζωή. Αὐτὴν ποὺ βλέπω. Γιὰ τὴν ἄλλη… «ἔχει ὁ Θεός»!
Σὲ λίγο, νά ‘σου καὶ φαντάζει τὸ ταπεινὸ καλυβάκι τοῦ π. Παϊσίου. Ἀπέχει περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ἡ στέγη του ἀπὸ λαμαρίνα. Ἕνα κυπαρίσσι ἀκριβῶς δίπλα του σὲ ὑποβάλλει. Εἶναι κάπως πιὸ χαμηλὰ ἀπό μᾶς. Μπορεῖ ὅμως καὶ νά ‘ναι τὸ ψηλότερο σημεῖο τῆς γῆς!… Κατεβαίνουμε τὸ μονοπάτι μὲ τὰ πόδια καὶ τὸ ἀνεβαίνουμε μὲ τὴν ψυχή. Δὲν μιλοῦμε μεταξύ μας. Σὰν κάτι μυστηριακὸ νὰ προσδοκοῦμε. Κι ἐδῶ ἔχει ἀπόλυτη ἡσυχία κι ἂς ἀκούγονται πουλάκια ἢ τζιτζίκια ἢ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι παράξενη ἢ ἀσυνήθιστη μόνο, ἀλλὰ ἀναδίδει μία βαθειὰ αἴσθηση μυστηρίου. Δὲν σὲ προκαλεῖ γιὰ ἀπόλαυση, ἀλλά σοῦ δημιουργεῖ κατάνυξη. Δὲν ξεκουράζει, ἀλλὰ ἀφυπνίζει. Σιωπᾶς καὶ τὰ πάντα μέσα σου λειτουργοῦν τόσο ἔντονα ὅσο ποτέ. Ἀγωνιᾶς, ἀλλὰ εἶσαι πρωτόγνωρα εἰρηνικός. Προσδοκᾶς… Ὄχι, ἡ ἡσυχία ἐδῶ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἡσυχία τῶν Καρυῶν μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, οὔτε πολὺ περισσότερο μὲ τὴν ἡσυχία τῆς Δάφνης μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ λεωφορείου. Οἱ ἄλλες ἠσυχίες σὲ κάνουν νὰ μὴν ἀκοῦς τίποτε. Αὐτὴ σοῦ γεννᾶ νέες ἀκοές, σοῦ φέρνει μηνύματα καὶ μελωδίες ποὺ εἶναι τοῦ ἄλλου κόσμου. Μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἡσυχία ἀκοῦς τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου, κατανοεῖς τὰ βάθη σου – ἀντιλαμβάνεσαι τὰ βάθη Του, ἀκοῦς αὐτὰ ποὺ «οὖς οὐκ ἤκουσε»(Α´ Κόρ. β´ 9), «ἄρρητα ρήματα» (Β´Κορ. ιβ´ 4). Κάτι ἀκούγεται ἐδῶ ποὺ δὲν ἀκούγεται πουθενὰ ἄλλου.
Νά! Βρισκόμαστε κιόλας ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς καλύβης. Τῆς καλύβης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔξω ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο τοῦ π. Παϊσίου. Ἔχω φόβο. Αὐτὸ κυριαρχεῖ μέσα μου. Τὸ καταλαβαίνω. Ἄλλα ἀπροσδιόριστο φόβο. Ἀνομολόγητο δέος καὶ ἀνέκφραστο θαυμασμό. Χτυπᾶμε διακριτικά, ἂν καὶ κάπως ἐπίμονα, τὴν πόρτα τῆς αὐλῆς. Ἕνα σίδερο κάνει πολὺ καλύτερη δουλειὰ ἀπὸ τὰ σύγχρονα ἠλεκτρικὰ κουδούνια. Περνοῦν πέντε λεπτά. Ἀπόκριση καμμία. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀνοίξει. Αὐτό, λένε, εἶναι τὸ πιὸ πιθανό. Συνήθως δὲν διακόπτει τὴν συνομιλία του μὲ τὸν Θεό. Ἐμεῖς πάντως ἐλπίζουμε. Ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Δὲν τολμοῦμε νὰ μιλήσουμε πιὸ δυνατὰ ἀπ’ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἀκουγόμαστε. Οὔτε ἀποφασίζουμε νὰ ξαναχτυπήσουμε. Χωρὶς ἀμφιβολία τὸ πρῶτο χτύπημα ἀκούστηκε μέσα στὴν ὑποβάλλουσα ἡσυχία. Ἡ ἐπανάληψή του θὰ τὴν μόλυνε μὲ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀνυπομονησία μας. Ὁ γέροντας σίγουρα προσεύχεται, ἀφοῦ ἀδιαλείπτως αὐτὸ κάνει. Τὸ χτύπημα δὲν εἶναι γιὰ νὰ ἀκούσει αὐτὸς· αὐτὸς ἀκούει. Εἶναι γιὰ νὰ ζητιανέψουμε ἐμεῖς. Νὰ ζητήσουμε, πρὶν ἐκεῖνος δώσει, ὄχι νὰ λάβουμε χωρὶς τὴν ταπείνωση τῆς αἰτήσεως. Προκρίνουμε τὴν ἀναμονή. Περιμένουμε ἄλλο ἕνα πεντάλεπτο.
Μόλις ἀποφασίζουμε νὰ ξαναδοκιμάσουμε, νά, κάτι ἀκούγεται, μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει. Καὶ κάποιος φαίνεται. Εἶναι αὐτὸς ποὺ κρύβεται καὶ μόλις τώρα φανερώνεται. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἀκοῦν τ’ αὐτιά μου τὴν φωνή του. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἀκούει κι ἡ καρδιά μου τὴν φωνή της. Μᾶς ἄνοιξε, εἶπα ἀνακουφιστικά, ἂν καὶ μὲ κάποιον φόβο, μέσα μου. Ἔρχεται ἀργὰ καὶ σταθερά, σιωπηλός. Ἀνοίγει τὴν πορτούλα.
Στὸν χαιρετισμό μας «εὐλογεῖτε», ἡ τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κατάνυξη καὶ ἀσθενικὴ ἀπὸ τὴν σπάνια χρήση φωνή του ἀπαντᾶ: Ὁ Κύριος. Περάστε.
Ρίχνω μία βαστικὴ ματιὰ ἐπάνω του. Οὔτε ἄντεξα οὔτε τόλμησα γιὰ δεύτερη. Ἡ καρδιά μου χτυπᾶ γρήγορα. Ἔχω περιέργεια νὰ ἀνακαλύψω τὸ μυστήριο τῆς ἁγιωσύνης του. Καὶ φόβο,νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸ μυστικὸ τῆς ἁμαρτωλότητός μου. Αὐτὸς κρύβεται ἀπὸ ταπείνωση,ἐγὼ ἀπὸ ἐγωισμό.
Μπαίνουμε στὸ ἀπέριττο καλυβάκι του. Ὅλα μικρά. Οἱ πόρτες στενὲς καὶ χαμηλές.Τὰ ταβάνια ἐπίσης χαμηλά. Ἀκόμη καὶ οἱ γεωμετρικὲς διαστάσεις ἔχουν ταπείνωση ἐδῶ. Προχωροῦμε στὸ ἐκκλησάκι του. Τὸ τέμπλο ἁπλό, σανιδένιο. Εἰκόνες ρώσικες ἀναγεννησιακές, ἀπὸ σκέτο χαρτί, στερεωμένες μὲ πινέζες καὶ καρφιὰ στὸ πλαίσιο ποὺ δημιουργεῖ τὸ σανίδι τοῦ τέμπλου, δίχως ξύλινη πλάτη. Μὲ λίγη πίεση σχίζονται. Ὅλα στὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀντοχῆς καὶ ἀναγκαιότητος. Ἐμεῖς προσκυνοῦμε καὶ ὁ π. Παϊσιος συνοδεύει ἰσοκρατώντας: ”Δόξα σοι ὁ Θεός”, «Κύριε ἐλέησον».
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ σ’ ὅλες σχεδὸν τὶς εἰκόνες τὰ χέρια τῶν ἁγίων ἦταν λειωμένα, στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, τὰ πόδια Τοῦ ἦταν σβησμένα. Κάποια ἄλλη φορά, ἔκλεψα τὴν εὐκαιρία καὶ τοῦ φανέρωσα τὴν παρατήρησή μου. Μοῦ εἶπε τότε: Στὸ πρόσωπο φιλοῦμε μὲ ἀγάπη, στὰ χέρια ἀπὸ σεβασμό, στὰ πόδια φιλοῦμε μόνο μὲ συντριβή. Τὸν Θεὸ δὲν Τὸν ἀσπαζόμεθα στὸ πρόσωπο, ὅταν ὑπάρχουν τὰ πόδια Του. Τοὺς ἁγίους τολμοῦμε νὰ τοὺς φιλήσουμε στὰ χέρια. Τὸν Χριστὸ ὅμως μόνο στὰ πόδια ἀντέχουμε νὰ Τὸν ἀσπασθοῦμε. Καὶ ἔτρεχαν τὰ μάτια του…
Ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι ὁ τάφος τοῦ παπα-Τύχωνα, γέροντος τοῦ π. Παϊσίου, ποὺ εἶχε κοιμηθεῖ πρὸ τριετίας. Δύο-τρεῖς ρίζες δενδρολίβανο, ἕνα κλῆμα κι ἕνα κυπαρίσσι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μόνο ποὺ τὰ βλέπεις, σοῦ ἀνεβάζουν τὴν ψυχὴ στὸν οὐρανό.
Μπαίνουμε στὸ ἀρχονταρίκι του, στὸ καθιστικό του, δύο ἐπὶ δυόμισυ περίπου μέτρα. Ὄχι μεγαλύτερο. Μία φυσικὴ προεξοχὴ στὴν ρίζα τοῦ τοίχου, μὲ μία καφὲ στρατιωτικὴ κουβέρτα ἐπάνω της. Παίζει τὸ ρόλο τοῦ καναπέ. Τὸ κέρασμά του, νερὸ καὶ λουκούμι. Περιμένουμε κάτι νὰ μᾶς πεῖ. Αὐτὸς τίποτε, ἤρεμα σκυμμένος, πλέκει ἕνα κομποσχοίνι, χωρὶς νὸ βγάλει λέξη γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Κάποιος σπάει τὴν σιωπή. Δὲν θυμᾶμαι τί ἀκριβῶς ρώτησε. Θυμᾶμαι μόνο τὸ πῶς ὁ γέροντας μὲ τὴν τρεμουλιαστὴ φωνὴ τοῦ περιέγραφε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρῶτα, καὶ πῶς ἡ αἴσθησή της γεννᾶ καὶ τὴν δική μας ἀγάπη σ᾽ Αὐτόν. Ὅλα τὰ παρουσίαζε τόσο γλυκά. Μιλοῦσε γιὰ τὰ γλυκίσματα τοῦ Θεοῦ, τὴν λιακάδα τῆς παρουσίας Του, τὴν ἀρχοντιὰ τῶν ἁγίων, τὴν λεβεντιὰ τῶν μαρτύρων καὶ τὸ δικό μας φιλότιμο.
Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα, μὲ ἀνάλογο τόνο, ρυθμὸ καὶ λεξιλόγιο, περιέγραφε τὸ μεγαλεῖο της προσευχῆς ὡς αἴσθησης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ κίνησης τῆς δικῆς μας ἀγάπης πρὸς Αὐτόν. Ἐγὼ μόνο ἄκουγα. Ρουφοῦσα μὲ μάτια, αὐτιὰ καὶ σκέψη ὅ,τι μποροῦσα, κυρίως πέραν ἀπὸ ὅσα ἔλεγε ἢ ἔδειχνε. Τὸ ὕφος του ἐννοοῦσε, ἀσφαλῶς, περισσότερο ἀπὸ τὸν λόγο του. Αὐτὸ ἔλεγε ὅσα αὐτὸς ἔκρυβε. Οἱ ἐρωτήσεις γίνονταν ἔτσι γιὰ τὶς ἐρωτήσεις. Ἐγὼ δὲν ἄνοιξα τὸ στόμα μου, πῆρα ὅμως τὴν ἀπόφαση νὰ ξαναπάω μὲ συγκεκριμένο ρεπερτόριο ἐρωτήσεων. Διψοῦσα γιὰ τὸ πέραν τοῦ συμβατικοῦ, τοῦ ἠθικὰ σωστοῦ, τοῦ μετρίου. Εἶχα βαρεθεῖ τοὺς τσελεμεντέδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἦταν ἐμφανὲς τὸ αὐθεντικὸ καὶ μερακλίδικο. Ἔφτιαχνε δικά του φαγητά, ποὺ ἔγλειφες τὰ δάχτυλά σου. Δὲν ἄκουγε μόνο τὰ «ἄρρητα ρήματα» τῆς ἡσυχίας, ἀλλὰ μέσα στὴν ἀφάνειά του ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φανέρωνε.
Ἐδῶ ἀκοῦς τὰ ἄρρητα καὶ βλέπεις τὰ ἀθέατα. Κάθε ἀσκητήριο εἶναι σὰν ἕνα βαθὺ πηγάδι. Ἀπὸ κεῖ μέσα τὸ ἐξηγοῦν οἱ Φυσικοὶ- μπορεῖ καταμεσήμερο νὰ δεῖς καὶ τ’ ἄστρα. Ὅπως τὰ τοιχώματα τοῦ πηγαδιοῦ ἀπορροφοῦν τὶς ἀνακλώμενες ἐπάνω τους ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, ἔτσι καὶ ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεως ἀπορροφᾶ κάθε ἦχο, εἰκόνα ἢ μέριμνα, δίνοντας στὸν ἀσκητὴ τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούει, νὰ βλέπει καὶ νὰ σκέπτεται καθαρὰ καὶ ἀπερίσπαστα.
Πολὺ εὐγενικὰ καὶ χαριτωμένα, μᾶς ἔδωσε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἔπρεπε νὰ πηγαίνουμε. Ἤδη ἐμεῖς βιαζόμασταν. Βγήκαμε στὴν αὐλή. Ἐκεῖνος ἐπιστρέφει νὰ μᾶς φέρει ὡς εὐλογία ἀπὸ ἕνα κομποσχοινάκι ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλεξε. Δίπλα μας, στὴν κουφάλα ἑνὸς δένδρου, διακρίνω ἕνα γυάλινο βάζο μὲ φουντούκια ὠμά. Ἐπάνω ἔγραφε «εὐλογία». Τὰ πάντα ἐδῶ προσφέρονται ὡς εὐλογία. Ἔρχεται μαζί μας νὰ μᾶς δείξει ἕνα μονοπάτι γιὰ νὰ συντομεύσουμε τὸν δρόμο μας. Τὸν ἀποχαιρετοῦμε. Παίρνουμε τὴν εὐχή του καὶ ξεκινοῦμε.
Σκέψεις πολλὲς ζάλιζαν τὸν νοῦ μου. Μήπως πήγαμε φιλοπερίεργα καὶ ὄχι ἀπὸ δίψα; Μήπως τελικὰ ἔχασε τὸν χρόνο του μαζί μας; Ἀπὸ τὴν δική μας ζωὴ ἐξαρτᾶται ἡ ἀξία τοῦ δικοῦ του χρόνου. Γύρισα πίσω νὰ κλέψω μία ματιά, νὰ δῶ ἔστω τὴν ράχη του. Εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Βιαζόταν νὰ ἐπιστρέψει στὴν προσευχή του!
Στὸν π. Παΐσιο πῆγα καὶ τὸ 1976 μὲ ἕναν συμφοιτητή μου. Καὶ τότε θυμᾶμαι τὴν χάρη καὶ τὴν γλύκα τῶν λόγων του.
Τί σπουδάζετε, παλληκάρια; μᾶς ρώτησε.
– Φυσική, τοῦ ἀπαντοῦμε.
– Καὶ οἱ δύο φυσικοὶ εἶστε; Ε, τότε πρέπει νὰ μάθετε καὶ τὴν φυσικὴ τῆς μεταφυσικῆς. Ξέρετε γιὰ τὴν πνευματικὴ διάσπαση τοῦ ἀτόμου; Ὅταν γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, ὅταν δηλαδὴ φθάσουμε σὲ αὐτογνωσία, τότε γίνεται ἡ διάσπαση τοῦ ἀτόμου μας. Ἂν δὲν ταπεινωθοῦμε ὥστε νὰ διασπάσουμε τὸ ἄτομό μας, δὲν θὰ βγεῖ ἡ πνευματικὴ ἐνέργεια, ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὴν βαρύτητα τῆς φύσεώς μας. Μόνον ἔτσι, παλληκάρια, θὰ μπορέσουμε νὰ διαγράψουμε πνευματικὴ τροχιά.
Τί ὡραῖος αἰφνιδιασμός! Μᾶς μίλησε τὴν γλώσσα μας μὲ τὴν γλώσσα του.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι εὔκολη, μᾶς εἶπε. «Ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι» (Μάτθ. ια´ 30), λέγει ὁ Κύριος.
Μὰ «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς» (Μάτθ. ζ´ 14), τοῦ ἀντιλέγει ὁ φίλος μου χαριτωμένα καὶ εὐγενικά.
Τὰ ξίγγια, εὐλογημένε, τὴν κάνουν κενή. Πέταξά τα καὶ θὰ δεῖς πόσο εὔκολα εἶναι τὰ πράγματα.
Ἡ ἀγάπη μας πρέπει νὰ εἶναι ἴδια πρὸς ὅλους. Μόνο τότε εἶναι ἀγάπη Θεοῦ. Ἂν ἀγαποῦμε κάποιους περισσότερο καὶ ἄλλους λιγότερο, πρέπει νὰ ὑποψιασθοῦμε ἐγωισμό. Ὅσο ξεχνοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο γνωρίζουμε στὴν ζωή μας τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί δὲν μᾶς δίνει ὁ πανάγαθος Θεός! (Τί ζεστὰ καὶ γλυκὰ ποὺ τὸ εἶπε αὐτὸ τὸ «πανάγαθος»!) Ὧρες ὧρες νοιώθουμε τὰ κόκκαλα τῆς ὑποστάσεώς μας σὰν κέρινα, νὰ μὴν ἀντέχουν τὸ βάρος τῶν δωρεῶν Του. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὰ πάντα λυγίζουν. Δίπλα της ὅλα λειώνουν.
Μᾶς μίλησε καὶ γιὰ τὰ θαυμαστά τῆς προσευχῆς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πῶς γνώρισε κάποιον μοναχὸ ποὺ μὲ ἁπλότητα, βασιζόμενος στὴν ἁγιογραφικὴ ρήση καὶ στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ἔχει δώσει στοὺς δικούς Του τὴν ἐξουσία «τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων» (Λουκ. ι´ 19), αὐτὸς ἔπιανε δηλητηριώδη φίδια μὲ τὰ χέρια του καὶ τὰ πετοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα δίχως κανέναν φόβο. Ἐπίσης γιὰ κάποιον ποὺ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὶς στιγμὲς τῆς προσευχῆς του τὸν μετέφερε σὲ μακρυνὰ μέρη, ὅπου ἐπιτελοῦσε θαυμαστὰ ἔργα καὶ φανέρωνε τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ τὸν ἐπέστρεφε. Αὐτὸς κάποτε, ὅταν ξύπνησε, βρῆκε ἕνα λουλούδι ποὺ μόνο στὴν Κασπία φύεται. Ἐκεῖ τὸν εἶχε πάει ὁ Θεός. Μ’ ὅλα αὐτὰ ἔσπαζε ὁ γέροντας τὸ κέλυφος τοῦ ὀρθολογισμοῦ μας. Δημιουργοῦσε ὑποψίες ἄλλου φρονήματος ζωῆς. Μία ὑποψία ὅμως δὲν κατάφερε νὰ γεννήσει μέσα του. Τὴν ὑποψία τῆς κλήσεώς μου. Ἐγὼ ἐπίμονα ἀρνιόμουν νὰ δῶ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση…
Ὕστερα ἀπὸ δώδεκα χρόνια, τὸ 1988, βρέθηκα στὸ Ὅρος μὲ σύμμαχο τὴν κλήση μου αὐτὴν τὴν φορά. Εἶχε ἕνα κατάξερο καλοκαίρι. Γιὰ μῆνες δὲν εἶχε πέσει οὔτε μία σταγόνα βροχῆς. Οἱ πηγές, τὰ ρυάκια εἶχαν στερέψει- οἱ βρύσες εἶχαν στεγνώσει. Κανενὸς τὰ κηπευτικὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναπτυχθοῦν. Ἔβλεπες τὶς ντοματιὲς καὶ καμμιὰ δὲν ξεπερνοῦσε τὸ ἕνα μέτρο ὕψος. Σὰν φυματικὲς κοπέλλες κρέμονταν ἀπὸ τὰ στηρίγματά τους δημιουργώντας ἕνα θέαμα ἀποκαρδιωτικό. Τὸ ἴδιο καὶ χειρότερα οἱ πιπεριές, οἱ κολοκυθιὲς καὶ οἱ ἀγγουριές.
Ἐξαίρεση ὁ κῆπος τοῦ π. Παϊσίου. Αὐτὸς δὲν φύτευε ἀπ᾽ ὅλα τὰ λαχανικά. Μόνον αὐτὰ ποὺ δὲν χρειάζονταν μαγείρεμα, μιὰ ποὺ τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα δὲν μποροῦσε νὰ συμπορευθεῖ μὲ κάτι τέτοιο. Ἔβαζε ἐννέα ρίζες ντοματιὲς καὶ μία ἀγγουράκια. Οἱ ἀπότιστες ντοματιές του, τὴν χρονιὰ ἐκείνη, ξεπερνοῦσαν τὰ δύο μέτρα- ὅσο τοὺς ἔλειπε τὸ νερό, τόσο κέρδιζαν σὲ ὕψος. Οἱ δὲ ντομάτες του ἦταν σὰν μικρὰ πεπόνια. Ἔκθαμβος ἀντίκρυζα τὸ θαῦμα. Τὸ ζῶν ὕδωρ τῆς θεϊκῆς χάριτος ἀντικαθιστοῦσε τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ νεροῦ τῆς φύσεως.
Μὲ τὸ ἐλάχιστο νεράκι καὶ τὴν πολλή μας προσδοκία στὸν Θεό. Τὸν παρακαλοῦμε πνευματικὰ καὶ μεταμορφώνει τὴν φύση. Ὅσο ἡ λογικὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ἡ παχύτητα τῆς ἐπιγειότητος συστέλλονται μέσα μας, τόσο ζωντανότερος καὶ ἀληθινότερος προκύπτει ὁ Θεὸς καὶ στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς μας καὶ στὸ περιβάλλον τῆς ζωῆς μας. Ἀστειευόμενος μ’ ἔβαζε ἀνάμεσα στὰ φυτὰ καὶ μοῦ ἔλεγε:
– Κρίμα, καὶ νόμιζα πὼς εἶσαι ψηλός. Ἐδῶ σὲ ξεπερνοῦν καὶ οἱ ντοματιές μου. Καὶ ποῦ νὰ τὶς πότιζα κιόλας!
Ἀπὸ τὶς ντοματιὲς τοῦ π. Παϊσίου παρηγορήθηκε ὁλόκληρη ἡ περιοχή, ὅλα τὰ κελλιά. Δὲν ξέρω τελικὰ ἂν τρεφόμασταν μὲ ντομάτες, σίγουρα ὅμως γευόμασταν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸς ποὺ ἤθελε τὰ λίγα, ἀπολάμβανε τὰ πολλά. Μία τέτοια ἐμπειρία πῶς κανεὶς νὰ τὴν ξεχάσει; Αὐτὰ τὰ βιώματα ἀρδεύουν καὶ τὶς πιὸ χέρσες ψυχὲς τῶν Ἁγιορειτῶν καὶ τὶς ἀναγκάζουν στοὺς ἄνυδρους καιρούς μας νὰ παράγουν μὲ θαυμαστὸ τρόπο τοὺς πιὸ χυμώδεις καὶ εὔγευστους καρποὺς τῆς ἐποχῆς μας. «Αὐτῶν ἡ πίστις καὶ ζωὴ τὴν οἰκουμένην στηρίζει».
Μοῦ ἔλεγε συχνὰ ὅτι, ὅταν ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς τὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος γίνεται τόσο λεπτὸς καὶ ἁπαλὸς στὴν σχέση του μὲ τὴν φύση, ποὺ δὲν τὴν ἐνοχλεῖ, οὔτε ἀμύνεται ἀπέναντί της, δὲν σπάει ἕνα λουλουδάκι, δὲν πατάει μία τσουκνίδα, δὲν σκοτώνει ἕνα μυρμήγκι, δὲν διώχνει ἀπότομα μία μύγα, ἀλλὰ σέβεται τὸ σπασμένο κλαδάκι, τὸ ἄκαρπο δένδρο, τὸ ἐνοχλητικὸ ζωύφιο, τὸ ἀπειλητικὸ ζῶο. Ὅταν συναντήσεις ἕνα θηρίο ἢ ἕνα φίδι, ἂν τὸ ἀγαπᾶς ἔτσι, δὲν θὰ σὲ πειράξει, σὲ ἀγαπᾶ κι ἐκεῖνο. Γίνεσαι φίλος τῆς κτίσης καὶ αὐτὴ σοῦ ἀνταποδίδει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη. Τὴν σέβεσαι στὸν στεναγμὸ καὶ στὴν ἀδυναμία της, τὴν ποτίζεις μὲ προσευχὴ καὶ αὐτὴ σοῦ ἀπαντᾶ μὲ θαυμαστοὺς καρπούς. Οἱ ντομάτες, ἡ συγκομιδὴ ποὺ παίρνεις, δὲν εἶναι συνέπεια μίας φυσικῆς νομοτέλειας, ἀλλὰ ἀπόδειξη τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μεταμορφώνεται τὸ περιβάλλον σὲ ναὸ καὶ οἱ νόμοι ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ τὴν θεϊκὴ παρέμβαση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσκητικὴ οἰκολογία.
Ὁ π. Παΐσιος τοῦ 1988 καὶ οἱ ντοματιές του ἐπαλήθευαν τὰ λόγια τῆς γλυκόηχης διδασκαλίας του, τοῦ 1976 καὶ ἐπιβεβαίωναν τὶς βαθειὲς ἐντύπωσεις ποὺ χάραξαν τὴν ὑπόστασή μου κατὰ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη συνάντηση τοῦ 1971. Θυμᾶμαι, τότε, δὲν εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βλέπω οὔτε ἀκόμη καὶ νὰ τὸν ἀκούω. Μοῦ ἀρκοῦσε ἡ αἴσθηση ὅτι βρέθηκα δίπλα σ’ ἕναν ὑπερβατικὸ ἄνθρωπο, γνώρισα ἕναν ἀσκητή, ἀντάμωσα ἕναν ἅγιο.
ΠΗΓΗ:  Ἀρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου (νῦν Μητροπ. Μεσογαίας): «Ἅγιον Ὅρος, τὸ ὑπέρτατο σημεῖο τῆς γῆς», Ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2000,
διαδίκτυο: «ΑΓΚΥΡΑ» (
http://kataskinosi-agkyra.blogspot.com)
ἑλληνικὸς τονισμός «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου