Κυριακή 24 Μαΐου 2015


Ο μακαριστός Γέροντας Μάρκελλος μιλάει για τους αόρατους ασκητές στο Άγιο όρος


  • Από  orthognosia.blogspot.gr
Ο μακαριστός Γέροντας Μάρκελλος μιλάει για τους αόρατους ασκητές στο Άγιο όρος



Έχουμε ακούσει τον Γέροντα Παΐσιο. π. Μάρκελλε, να βεβαιώνει την ύπαρξη των γυμνών ασκητών την συνεχή, καθώς αναπληρώνονται κατά θαυμαστό τρόπον οι εις Κύριον απερχόμενοι εξ αυτών.
Θα έχετε ακούσει κι εσείς ασφαλώς πολλά. Μιλήστε μας για αυτούς, αλλά και για άλλα απλά και απλοϊκά γεροντάκια πού έζησαν στο Περιβόλι της Παναγίας και το κατεκόσμησαν ωσάν άνθη μυρίπνοα, πνευματικά.
Γ.Μ.: Για τούς αοράτους γυμνούς ασκητές, έχουμε πράγματι ακούσει πολλά. Μ.Μ.: Όπως:
Γ.Μ.: Να σάς πω μίαν ιστορία τους: Ήταν ένας δόκιμος, Ιωάννης το όνομα του, τον όποιον είχε υποτακτικό ένα Γέροντα πολύ σκληρό. Ό Ιωάννης δεν αναπαυόταν κοντά του, γιατί δεν τον βοηθούσε πνευματικά να βρει τη νοερά προσευχή, τον δυσκόλευε στην άσκηση κλπ.. Πήγε λοιπόν ό Ιωάννης -επειδή ήτο φιλότιμο παιδί και ήθελε να προκόψει στην αρετή- κι έκανε Πνευματικό έναν άλλο Γέροντα στα Καυσοκαλύβια. Αυτός τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύκτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του και να κάνει τότε τα πνευματικά του καθήκοντα, τον αγώνα του. Πράγματι ό Ιωάννης σηκωνόταν τη νύκτα και αγωνιζόταν κρυφά. Όμως ό Γέροντας του τον πήρε είδηση και τον μάλωσε, γιατί κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε αυτός. Τί να κάνει ό Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται να φεύγει τις νύκτες για να μη τον παίρνει είδηση ό Γέροντας.
Σηκωνόταν λοιπόν μόλις κοιμόταν ό Γέροντας του και πήγαινε στο Κυριάκο της σκήτης κι εκεί έξω ‘από τον νάρθηκα έκανε μετάνοιες, προσευχές, αγρυπνούσε με άσκηση και κόπο πολύ. ‘ Μία βράδια εκεί πού προσευχόταν, βλέπει να έρχεται ένας από αυτούς τούς γυμνούς ασκητές, αρκετά ηλικιωμένος. Πλησιάζει ό ασπρομάλλης αυτός Γέροντας χωρίς να δει τον Ιωάννη -γιατί ήτο σκοτάδι- στέκεται μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας, την σταυρώνει κ ή πόρτα ανοίγει! Μπαίνει, προχωρεί στο κέντρο του ναού, πέφτει στα γόνατα, σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και αρχίζει να προσεύχεται μεγαλοφώνως.
Προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγαίνει έξω, σταυρώνει πάλι την πόρτα και ή πόρτα κλείνει! Σαν να μη μπει και να μη βγήκε κανείς… Ξεκινά και παίρνει τον δρόμο ανηφορικά, να πάει στην κορυφή του ‘Άθωνας. Μόλις είδε όλα αυτά ό Ιωάννης, λέει συγκλονισμένος μέσα του. Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα επακολουθήσω. Τον παίρνει λοιπόν κατά πόδα. Μπροστά ό γέροντας, πίσω ό υποτακτικός σε αρκετή απόσταση,« να μη τον καταλάβει.
Λίγο πριν φθάσουν στην Παναγία -ένα εκκλησάκι κάτω από την αθωνική κορυφή όπου σταματούν συνήθως οι προσκυνηταί για να ξεκουραστούν λίγο ή να περάσουν τη νύκτα- φοβήθηκε ό Ιωάννης μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ό Γέροντας κα τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, για να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει υποτακτικό. Μόλις τον πλησίασε, τον κατάλαβε ό Γέροντα! ασκητής. Σταματάει λοιπόν, γυρνάει και του λέει κάπως «άγρια»:
– Που πηγαίνεις;
– Γέροντα, ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλά να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου.
– Εκεί πού μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πάς πίσω στον Γέροντα σου.
– Μα ό Γέροντας μου με πιέζει πολύ. Έχω πολλές δυσκολίες, άγιε Γέροντα.
– Όχι, παιδί μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο.
– Να ‘ναι ευλογημένο. Εφ’ όσον δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω
Παίρνει την ευχή και κάνει να φύγει. Τον φωνάζει ο ασκητής. Με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει: Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις Γέροντα. – Να ναι ευλογημένο, λέει πάλι ό Ιωάννης. Κατεβαίνει, πάει στον Πνευματικό του, έτσι κι έτσι του λέει βρήκα έναν αόρατο γυμνό ασκητή και του ζήτησα να με κάνει υποτακτικό του, αλλά αυτός μου είπε κάνω υπακοή και να παραμείνω στον Γέροντα μου και σε λίγες ήμερες μου είπε ότι θα φύγω από αυτό τον κόσμο. Όπως σου είπε έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει, του είπε ό Πνευματικός του. Πράγματι σε λίγο διάστημα τελείωσε ό δόκιμος Ιωάννης, εκοιμήθη!
Όταν ηλθε ή ώρα και έκαναν την εκταφή, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε την χάρη! Με αυτό το περιστατικό βλέπετε τί σημαίνει υπακοή. Δίπλα σ’ αυτόν τον σκληρό Γέροντα και όμως από εκεί θα πάς στον παράδεισο, του είπε ό ασκητής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΛΌΓΟΣ ΑΘΩΝΑΣ ΤΕΥΧΟΣ 10 ΠΕΙΡΑ ΠΑΤΕΡΩΝ








Η απρόσμενη συνάντηση του Γέροντα Παΐσιου με έναν από τους «αόρατους ασκητές» του Άθωνα

Οταν είχα έρθει στό "Αγιον "Ορος γιά πρώτη φορά,τό 1950, ανεβαίνοντας άπό τά Καυσοκαλύβια γιάτήν "Αγία "Αννα, είχα χάσει τόν δρόμο" άντί νά πάρω τόν δρόμο γιά τήν Σκήτη τής "Αγίας "Αννης, προχώρησα γιά τήν κορυφή τοΰ "Αθωνα. Άφοΰ βάδισα αρκετά, κατάλαβα ότι πάω ψηλά καί έψαχνα νά βρώ κανένα μονοπάτι νά βγώ σύντομα. 
Επάνω λοιπόν σ' αυτή τήν αγωνία μου, ένώ παρακαλούσα τήν Παναγία νά μέ βοηθήση, ξαφνικά μοΰ παρουσιάζεται ένας Αναχωρητής μέ φωτεινό πρόσωπο - θά ήταν γύρω στά εβδομήντα χρόνια - πού έδειχνε άπό τήν ενδυμασία του νά μήν είχε επαφή μέ ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σάν άπό καραβοπάνι, άλλά πολύ ξεθωριασμένο καί κατατρυπημένο. Τίς δέ τρύπες τίς είχε πιασμένες μέ ξύλινα σουβλιά, όπως πιάνουν οί γεωργοί τά τρύπια σακιά, όταν δέν έχουν σακοράφα καίσπάγγο. Είχε επίσης έναν τουρβά δερμάτινο, ξεθωριασμένο καί τίς τρύπες πιασμένες πάλι μέ τόν ϊδιο τρόπο.Στόν δέ λαιμό του είχε μιά χονδρή αλυσίδα, πού κρατούσε ένα κουτί μπροστά στό στήθος του. Φαίνεται είχε κάτι τό ίερό!
Πρίν λοιπόν τόν ρωτήσω έγώ, μοΰ είπε εκείνος:
- Παιδί μου, δέν πάει γιά τήν Αγία "Αννα αυτός ό δρόμος, καί μοΰ έδειξε τό μονοπάτι. Άπ' όλο τό παρουσιαστικό του φαινόταν "Αγιος! 
Ρώτησα μετά τόν Ερημίτη:
- Ποΰ μένεις, Γέροντα; Κι εκείνος μοΰ απήντησε:
- Κάπου έδώ, καί μοΰ έδειχνε τήν κορυφή τοΰ "Αθωνα.
Επειδή είχα περιπλανηθή δεξιά καί αριστερά, ψάχνοντας νά βρώ Γέροντα νά μέ πληροφορή εσωτερικά, είχα ξεχάσει καί τί ήμερα είναι καί πόσο έχει ό μήνας. Ρώτησα λοιπόν τόν Ερημίτη καί μοΰ είπε ότι ήταν Παρασκευή. Μετά έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι δερμάτινο, τόόποιο είχε μέσα κάτι ξυλάκια μέ χαρακιές, καί άπό τίς χαρακιές πού είδε, μοΰ είπε πόσο είχε ό μήνας. Πήρα μετά τήν ευχή του, προχώρησα άπό τό μονοπάτι πού μοΰ έδειξε καί βγήκα στήν Σκήτη τής Αγίας 'Άννης. Ό νους μου όμως συνέχεια γύριζε στό φωτεινό πρόσωπο τοΰ Άναχωρητοΰ, πού ακτινοβολούσε. 
Αργότερα, όταν είχα ακούσει ότι υπάρχουν στήν κορυφή τού "Αθωνα δώδεκα Άναχωρηταί - άλλοι έλεγαν επτά - είχα μπή σέ λογισμούς καί τό είχα διηγηθή σέ έμπειρους Γεροντάδες αυτό πού είδα, οί όποιοι μοΰ είπαν:
- Θά ήταν καί αυτός ένας άπό τούς "Οσίους Άναχωρητάς πού ζουν στήν αφάνεια στήν κορυφή τοΰ "Αθωνα!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου «Αγιορείτες Πατέρες και Αγιορείτικα» - ΠΗΓΗ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου